ενδοιαστικός — ή, ό (AM ἐνδοιαστικός, ή, όν) 1. διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος («ἐνδοιαστική ἐπίκρισις», Ερμογ.) 2. γραμμ. «ενδοιαστικές προτάσεις» αυτές που δηλώνουν ενδοιασμό, φόβο ή υποψία μήπως γίνει κάτι ανεπιθύμητο ή μήπως δεν γίνει κάτι επιθυμητό … Dictionary of Greek
ἐνδοιαστικώτερον — ἐνδοιαστικός expressing doubt adverbial comp ἐνδοιαστικός expressing doubt masc acc comp sg ἐνδοιαστικός expressing doubt neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστικόν — ἐνδοιαστικός expressing doubt masc acc sg ἐνδοιαστικός expressing doubt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστικαί — ἐνδοιαστικός expressing doubt fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστικοῖς — ἐνδοιαστικός expressing doubt masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστικοῦ — ἐνδοιαστικός expressing doubt masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστικῇ — ἐνδοιαστικός expressing doubt fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστική — ἐνδοιαστικός expressing doubt fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστικῶς — ἐνδοιαστικός expressing doubt adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)